εὐγενή, τον
Ερμηνεία:
[(εὐγενής,-ής, -ές) ο εὐγενής, του εὐγνούς, τον εὐγενή, οι εὐγενείς, των εὐγενών, τους εὐγενείς (αυτός που προέρχεται από καλό γένος, αυτός που έχει ευγενικούς τρόπους συμπεριφοράς, αυτός που είναι γόνος μιας παραδοσιακά διακεκριμένης οικογένειας, ο υψηλόφρων, αυτός που έχει ευγενικά συναισθήματα)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) εὐγενής, Καινή Διαθήκη: 3 φορές (ευπατρίδης, από καλό γένος < ευ (καλός) + -γενής < (Όμηρ.) γένος (καταγωγη, γέννηση, γενιά, οικογένεια, σύνολο ομογενών ατόμων)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Μαζὶ μὲ ἕνα ἀγαπημένον, εὐγενῆ φίλον μου, τὸν Γιαννάκην τοῦ καπετὰν Ἀργυροῦ, [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|